ὀχεύσῃ

ὀχεύσῃ
ὀχεύσηι , ὄχευσις
fem dat sg (epic)
ὀχέω
hold fast
pres part act fem dat sg (epic ionic)
ὀχεύω
cover
aor subj mid 2nd sg
ὀχεύω
cover
aor subj act 3rd sg
ὀχεύω
cover
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καβαλίκεμα — και καβαλίκευμα, τό (Μ καβαλίκευμα) [καβαλικεύω] το να καβαλικεύει κάποιος άλογο ή άλλο υποζύγιο ή να κάθεται καβάλα πάνω σε κάτι νεοελλ. 1. (για ζώα) βάτεμα, όχευση 2. (για ανθρώπους με αισχρή σημ.) συνουσία, πήδημα μσν. μάχη εκ τού συστάδην,… …   Dictionary of Greek

  • πήδημα — το, ΝΜΑ [πηδώ] 1. το να πηδάει κάποιος ή η απόσταση που καλύπτει με την κίνησή του, το άλμα 2. φρ. «ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα» αν μπορείς απόδειξε έμπρακτα τους κομπασμούς σου νεοελλ. η συνουσία, η όχευση αρχ. 1. αναπήδηση, ανασκίρτηση 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”